-
1 επιδιδωμι
(fut. ἐπιδώσω)1) (также или сверх того) давать, отдавать, передавать(τινί τι Hom. etc.)
ἐπιδοῦναι ἑαυτὸν σφαγιάσασθαι Plut. — отдать себя на заклание2) (тж. προῖκα ἐ. Dem., προῖκα ἐν τοῖς γάμοις ἐ. Plat., φερνέν ἐ. Xen. и εἰς φερνέν ἐ. Plut.) давать в приданое(μείλια θυγατρί Hom.; τριάκοντα μνᾶς ἑκατέρᾳ, sc. ἀδελφῇ Lys.)
3) ( в отличие от εἰσφέρω) добровольно вносить, жертвовать(τριακοσίας δραχμάς Isae.; μεγάλας ἐπιδόσεις Dem.)
4) даровать, придавать(εὐμάρειαν χεροῖν Eur.)
5) передавать, вручать(ἐπιστολήν τινι Diod., Plut.)
ψῆφον ἐ. τοῖς πολίταις Plut. — призвать граждан к голосованию6) med. брать в свидетели(θεούς Hom.)
7) med. чтить подношениями(θεάν Hom. - v. l. ἐπιβοάομαι)
8) (тж. ἐ. ἐπὴ τὸ μεῖζον Thuc. и εἰς αὔξησιν Arst.) увеличиваться, расти, разрастаться, возрастать(ἐς ὕψος Her.; εἰς ἰσχύν Plut.)
ἐ. ἐπὴ τὸ βέλτιον Plat. и εἰς τὸ βελτίων εἶναι Arst. — становиться лучше;ἐ. ἐς τὸ ἀγριώτερον Thuc. — все более раздражаться;ἐς τὸ μισεῖσθαι ἐπιδεδωκέναι Thuc. — навлечь на себя еще большую ненависть9) предаваться, отдаваться(εἰς τὸ οἰκεῖον ἔργον Arst.)
10) делать успехи, преуспевать(πρὸς ἀρετήν Plat., Isocr.; πρὸς εὐδαιμονίαν Isocr.)
См. также в других словарях:
μείλια — μείλια, τὰ (Α) 1. (για δώρα ή παιχνίδια) αυτά που προξενούν ευχαρίστηση στους ανθρώπους 2. προίκα («ἐγὼ δ ἐπὶ μείλια δώσω πολλὰ μάλ , ὅσο οὔ πώ τις ἐῇ ἐπέδωκε θυγατρί», Ομ. Ιλ.) 3. πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια 4. αφιερώματα που προσφέρονται από … Dictionary of Greek